ανένδοτος

ανένδοτος
η , ο [ος , ον ] неподатливый; непреклонный; упорный, настойчивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανένδοτος" в других словарях:

  • ἀνένδοτος — unyielding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανένδοτος — η, ο (Α ἀνένδοτος, ον) [ενδίδω] 1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος 2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος …   Dictionary of Greek

  • Ανένδοτος (Αγώνας) — Ιστορικοπολιτικός όρος που προήλθε από τον Γεώργιο Παπανδρέου και αναφέρεται στη σφοδρή αντιπολιτευτική τακτική που ακολούθησε το κόμμα του (η Ένωσις Κέντρου), αλλά και η ΕΔΑ, μετά τις αμφιλεγομένου κύρους εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, οι… …   Dictionary of Greek

  • ανένδοτος — η, ο αυτός που δεν υποχωρεί, αλύγιστος: Οι ανένδοτες προσπάθειές του τελικά έφεραν καρπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνενδότως — ἀνένδοτος unyielding adverbial ἀνένδοτος unyielding masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνένδοτον — ἀνένδοτος unyielding masc/fem acc sg ἀνένδοτος unyielding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενδότοις — ἀνένδοτος unyielding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενδότου — ἀνένδοτος unyielding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενδότους — ἀνένδοτος unyielding masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενδότων — ἀνένδοτος unyielding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενδότῳ — ἀνένδοτος unyielding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»